- ερυμάνθιος
- -α, -ο (Α ἐρυμάνθιος, -ον) [Ερύμανθος]1. αυτός που κατοικεί ή συχνάζει ή ανήκει στο όρος Ερύμανθος2. φρ. «Ερυμάνθιος κάπρος» — ο κάπρος που σκότωσε ο Ηρακλής.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Ἐρυμάνθιος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἐρυμάνθιον — Ἐρυμάνθιος masc acc sg Ἐρυμάνθιος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἐρυμανθίου — Ἐρυμάνθιος masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἐρυμάνθιοι — Ἐρυμάνθιος masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Erymanthischer Eber — Herakles und der erymanthische Eber auf der Namenvase des Maler von London B 213, 550 v. Chr. gefunden in Vulci, British Museum, London … Deutsch Wikipedia
Erymanthivs Aper — ERYMANTHIVS APER, Græc. Ἐρυμάνθιος ὖς, war ein ungeheures wildes Schwein, welches in Arkadien alles weit und breit verwüstete, daher denn Eurystheus dem Herkules zu dessen dritten Arbeit aufgab, dasselbige lebendig zu fangen. Er bewerkstelligte… … Gründliches mythologisches Lexikon
θήρ — θήρ, ὁ, ἡ (Α) 1. άγριο θηρίο, σαρκοβόρο («στολήν τε θηρὸς ἀμφέβαλλε σῷ κάρᾳ λέοντος», Ευρ.) 2. ζώο (α. «Ἐρυμάνθιος θήρ», Σοφ. β. «ἀντίσταθμον τοῡ θηρὸς (ἐλάφου) ἐκθύσειε τὴν αὐτοῡ κόρην», Σοφ.) 3. μυθικό τέρας («ἀμαίκακος θήρ» ο Κέρβερος, Σοφ.) 4 … Dictionary of Greek
Ελλαδα - Μυθολογία — ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ Το μυθολογικό υλικό είναι αποτέλεσμα της προσπάθειας των αρχαίων κοινωνιών να ερμηνεύσουν τον κόσμο, τη ζωή και τις σχέσεις των ανθρώπων. Οι ελληνικοί μύθοι αποτελούν μια κοινωνική, συλλογική προσπάθεια κατανόησης και… … Dictionary of Greek
Πικέρμι — Οικισμός της Αττικής, στις νότιες υπώρειες της Πεντέλης, από την περιοχή του οποίου προέρχονται σπουδαία παλαιοντολογικά ευρήματα, γνωστά ως πικερμική πανίδα. Υπάγεται στη νομαρχία Ανατολικής Αττικής, του νομού Αττικής. Κατά τη διάρκεια της… … Dictionary of Greek